Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Ειρήνη Ντούρα-Καββαδία - Ο κολυμβητής


Ένα απέραντο πέλαγος
αντιφέγγει στο βλέμμα σου,
απροσπέλαστο κι ανεξιχνίαστο
φουρτουνιασμένο κι αφιλόξενο
σωστό του σκότους έρεβος
στο αχανές του μεγάλου Ωκεανού
κι ας μοιάζει εκεί απόμερο
με κόλπο πράο κι ήμερο
του Αργοσαρωνικού.

-         Ουτοπία!

Άπειρες φλόγες σιγοκαίουν
Ασίγαστες κι απαρατήρητες
στις γαλανές σου ίριδες.
Λέξεις που έμειναν ανείπωτες,
πολύχρωμα σέρφινγκ που πλέουν
και σχίζουν τολμηρά τα κύματα

Στα βάθη τα απύθμενα νοερά σε καλούν
για βαθιές βουτιές σ’ εμπνέουν
μα και σε προκαλούν
της Πόντης τ΄ άγρια νερά
στην Άγια Μαύρα να δαμάσεις σου ζητούν.

Κι αιχμάλωτος σαν πάντοτε εγώ,
με σθένος δεινού κολυμβητή,
στις θάλασσές σου θαρρετά ξεχύνομαι
σε κάθε ματιά σαϊτευτή σύγκορμα ριγώ

Ευτυχία Παναγιώτου - χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο


στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.
στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,
στη δεξιά το μολύβι.
είν’ ένα μαγικό τρίγωνο
γιατί
σε μια προέκταση της μνήμης μου    
ανεπιθύμητη                                   
οι γραμμές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούνται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,
το μολύβι μου στυλό.

ο πάνθηρας αχόρταγος· ποθεί την ιέρεια.
το στυλό ανεξίτηλο· τον εκδικείται.
έτσι αφανίζονται τα άκρα
και σώζεται
μονάχο του το θηλυκό
ανίδεη από εξουσία
κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε.

λευκός θίασος — έλαχε σ’ εμένα.
κάποιο δώρο θα ’ταν της ανάγκης,
που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να
παριστάνω την τρελή.
απροπόνητη

αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου κόβω
τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, μια κρύπτη
είσαι —Grotta Azzura*— και κάτι σαν γραμμή χαράζει
νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό —τρίγωνο
διαβολικό— δεν ζωγραφίζεται.


* Γαλάζιο Σπήλαιο. Ένα φανταστικό θαλάσσιο σπήλαιο στα παράλια του ιταλικού νησιού Κάπρι. Πρώτοι αποικιοκράτες του νησιού θεωρούνται οι Έλληνες. Το εκτυφλωτικό φως που εισέρχεται στο σπήλαιο δημιουργεί μια εντυπωσιακή μπλε αντανάκλαση. Ίσως έτσι φανταζόταν ο Πλάτων την έξοδο από το σπήλαιο στην Πολιτεία-Ουτοπία του.



ΒΙΝΤΕΟΠΟΙΗΜΑ
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=Ivl0u0G_gbE



από το βιβλίο Μαύρη Μωραλίνα

Ευτυχία Παναγιώτου - σας δίνει το ελεύθερο


σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.

και πυροβολούν αλύπητα.
κανείς δεν με βρίσκει.

εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
—κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα—
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.

εγώ όμως ζω
    χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.

σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.

κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;

μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.

από το βιβλίο Μαύρη Μωραλίνα

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Χώμα στα Τζάμια


Κορίτσια γυμνά τρέχουν κατά μήκος της θαλάσσιας ακτής.
Όλοι τα αγαπούν και θέλουν να τ’ αγγίξουν.
Η σάρκα τους άγριο ροδάκινο, ικανό να κατασπαράξει τον οποιονδήποτε.
Μα αυτές δε σε κοιτούν.
Ό,τι αγγίξουν γίνεται χρυσάφι.
Ο ήλιος αντανακλά πάνω στα πανάκριβα γυαλιά τους.
Εσύ κοιτάς σκαλίζοντας στην άμμο το όνομά σου
πολλαπλασιασμένο.
Να φτάσει για όλες.
Παίζουν τώρα μ’ ένα δελφίνι, δήθεν τυχαία.
Τις παίρνει και φεύγει, χοροπηδώντας πάνω στα κύματα.
Σε χαιρετάνε από μακριά με χαχανητά.
Εσύ κλείνεις την ομπρέλλα.
Διπλώνεις την πετσέτα.
Φεύγεις υποκλινόμενος
στα μυστήρια που απλόχερα χαρίζει η φύση
στους αδικημένους, τους εγκαταλειμμένους.
Σ’ αυτούς που παρά λίγο να πάρουν κάτι
μα δεν το γεύτηκαν ποτέ.
Αποχωρείς
φορώντας το πλεχτό μαγιώ που σου έπλεξε με φροντίδα η μαμά σου.
Που μουσκεύει και δε στεγνώνει ποτέ.
Όπως και τα δάκρυά σου.
Σε φρόντισε καλά η μαμά σου. Τηλεγράφησέ της.
Εγώ τουλάχιστον θα’ρθώ στη δική σου κηδεία
για να εκφωνήσω βροντερά:
Ο θάνατος μετέχει
στη μέθεξη του απόλυτου.
Θα βροντοφωνάξω
θα φωνάξω με τις τελευταίες μου δυνάμεις:
Κλέφτες! Μας κλέψατε τις ζωές!
Δώστε τις τώρα πίσω!
Οι κλέφτες τότε ακροποδητί θα παρελάσουν.
Η μαμά σου, ο τροχονόμος, ο διευθυντής,
ο έφορος, ο δικαστής, ο πεινασμένος νεκροθάφτης.
Μη στενοχωριέσαι
όλοι αυτοί θα βρουν
θα σκύψουν να μαζέψουν λίγο χώμα
την κατάλληλη στιγμή.
Ως την αιωνιότητα θα θυμάσαι
αυτό τον καταραμένο ήχο
που κάνει το χώμα
όταν χτυπάει τα τζάμια
της τελευταίας σου κατοικίας.
Μου λερώσατε τα τζάμια παιδιά
μια στιγμή να τα καθαρίσω
πως κάνετε έτσι
μια στιγμή παιδιά
δεν είναι καθόλου ευγενικό αυτό που κάνετε
δεν το περίμενα ποτέ από σας.
Μα αυτοί
όλο και πετάνε και πετάνε
μέχρι να σε εξαφανίσουν.
Να μη θυμάσαι
ότι κάποτε υπήρξες
και τόλμησες να κοιτάξεις εκείνη τη μέρα τα κορίτσια.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Η γυναίκα του Λωτ

Η γυναίκα του Λωτ παραμένει
μεσ’ απ’ όλα τα στατικά
δομημένα σχήματα.
Να δείξω τη γυναίκα του Λωτ;
Πως; Αφού είναι απ’ όλα
τα βουβά το πιο αλάτι,
το πιο ακίνητο του θανάτου
ενός θανάτου επίμονου
ακίνητου μέσα σε μια συνεχή
περιέργεια που εκφράζεται
με την κίνηση που απέμεινε
την τελευταία
φωνή κραυγαλέα :
Ποιοι είσαστ’ εσείς οι κόκκινοι
πυρωμένοι από φλόγες;
Ποιος είναι ο ακόλαστος
εγώ ή εσείς;
Τι γυρεύω εδώ εγώ
καταδικασμένη για πάντα στη σιωπή;
Βλέπω το τρομερό ξέσπασμα
της επιθυμίας σας και γω
για πάντα θα μένω
αμέτοχη, βρίζοντας και φτύνοντας
κάτι κρυστάλλους επίμονους
που μου κατατρώγουν το στόμα.
Διψάω· δε θέλετε να μου δώσετε νερό
μου δίνετε μόνο αδιάντροπα
αυτή την τρομερή σας εικόνα.
Το ψωμί σας είναι λυσσασμένο,
μα εγώ θά’δινα τα πάντα
για ένα ψίχουλο·
έναν μόνο κόκκο
απ’ τ’ ατέλειωτα όργιά σας.
Η μουσική σας με ξεκουφαίνει·
βουτηγμένη στην αφόρητη μοναξιά μου
καραδοκώ ν’ ακούσω
τον ήχο ενός μικρού κύματος
που θα ξεσήκωνε τ’ αλατερό μου μνήμα
με παλμούς υπέροχους
θα’ φτανε να κλείσω
τις ματωμένες πληγές
που μ’ ανοίξατε
αιώνες τώρα.
Το μόνο που φοβάμαι
η ανυπαρξία.
Μη μου πείτε πως δεν υπάρχω,
πως δεν υπήρξα ποτέ
πως δεν είμαι ούτε μνήμη.
Μη με λιώσετε με τους
καταρράκτες των δακρύων σας
δεν θέλω δάκρυα και συγγνώμες
μόνο πείτε μου
υπάρχεις
κι’ είσαι για μας
ένα κομμάτι αλάτι.


Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη - Ελένη

Η καθαρότητα τ’ ουρανού αντιφεγγίζει το πρόσωπό σου, Ελένη.
Σιωπηλοί περιμένουμε το μεγάλο κύμα. Ήρθε· μας ρούφηξε με αδηφάγα ορμή· εγώ προσπάθησα να σε κρατήσω· σύρθηκες και τρίφτηκαν τα πετράδια του γιαλού στ’ απαλό σου δέρμα· δε μπόρεσες ν’ αντέξεις· στα χλωμά λιβάδια των ερώτων μας μου έμεινε μια τούφα*
μια τούφα από τα φιδίσια σου μαλλιά
που την κρατώ με προσμονή
με νοσταλγία
σ’ ένα συρτάρι
κάθε που προβάλλει\μου αναστατώνεται το σύμπαν.

Κάθε βράχο που συναντώ, κάθε καινούργια πατρίδα, ρωτώ για σένα.
Για σένα Ελένη
που δεν άντεξες
κλεισμένη σ’ ένα μοναδικό παλάτι, μ’ ένα μοναδικό βασιλιά για εραστή.

Ήθελες να σ’ αρπάξουν
ήθελες
ήθελες ν’ απογειωθείς προς τις ουράνιες σφαίρες,
προβάλλοντας τα πολλαπλά σου είδωλα.
Το είχα καταλάβει από τον τρόπο
που πετούσες την μπάλα
μικρή σαν ήσουν·
κι’ έκανες δήθεν πως θα τη ρίξεις αλλού μα την έριχνες προς τις πηγές·
εκεί, στη σκιερή σιγαλιά των σπηλαίων δεν άφηνα ούτε σταγόνα να πέσει κάτω στη γη
υγρά μονοπάτια των δακρύων που χάραξαν με όνειρα τους τοίχους, τις πέτρες, τα βρύα
μετά λουζόσουν λύνοντας την κορδέλλα απ’ τα μαλλιά
εγώ έπεφτα παραληρώντας γι’ αυτή τη στυγνή αποκάλυψη που μου θάμπωνε τα μάτια.

Χρόνια κλωθογυρίζω μέσα στις στάχτες σου Ελένη.
Στάχτες που σκόρπισαν τα πετεινά τ’ ουρανού, τα όρνεα με μυτερά τα ράμφη,
μη καταφέρνοντας να διασώσουν ούτε ένα από τα είδωλά σου.

Ήσουν η αρπαγμένη και η άρπαγας ταυτόχρονα.
‘Ηπιες τόσο αίμα
τόσο δάκρυ
τόσος ποταμός,
δε σού’φτασε να κλείσεις
την αυθύπαρκτη πληγή της θεϊκής σποράς;

Γυρίζω πάλι στα ίδια λιμάνια
ρωτώ σε σταθμούς
τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες
που νά’σαι
αν θυμάσαι
ένα βλέμμα ερωτικό
ένα χνούδι
που αμυδρά
άγγιξες με την ελαφριά σου
πατούσα
αν θυμάσαι πόσους
περιγέλασες
πόσους
εξαπάτησες
πόσους καγχασμούς εξανέμισες
προς τους πόθους όλων μας,
όλων όσων σ’ αρπάζουμε
νομίζοντας
πως θα σε υποτάξουμε.

Γελαστήκαμε όλοι, Ελένη.
Κάθε φορά, για κάθε προσπάθεια
στη θέση σου παρουσιαζόταν
το αντίγραφο, η εικόνα, η ψεύτικη μνεία των χαδιών σου, μια Ελένη ολόιδια,
μα όχι Εσύ.

Κάθε νύχτα, μόλις προβάλλει
το σκοτάδι που κρύβει και απαλύνει τις πληγές
Σαν το λιοντάρι που βρυχάται από μακριά
σε ψάχνω με το βλέμμα.

Σ’ αναζητώ Ελένη
στα λουλούδια που μάζευες σκυφτή
για μένα τάχα
και εγώ σου γράπωνα τον κατάλευκο λαιμό και τον γέμιζα γρατζουνιές με ό,τι έβρισκα· βάτα, αγκάθια, κάκτους, μικρές πέτρες.
Εσύ καταματωμένη σερνόσουν λυσσασμένα να μου ανταποδώσεις το αίμα, να μου ξεπληρώσεις τη γνώση
των κοινών μας μυστικών.

Είκοσι χρόνια τώρα
σε ρωτώ Ελένη
που να πήγες
που να χάθηκες
στην ερημιά.


* une meche de cheveux